μετρίου

μετρίου
μέτριος
within measure
masc/neut gen sg
μέτριος
within measure
masc/fem/neut gen sg
μετριόω
pres imperat act 2nd sg
μετριόω
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • οστρυά — (οστρύα η καρπινόφυλλος). Φυτό της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Μέτριο δέντρο, που μοιάζει με τον γαύρο (κάρπινος ο βετουλοειδής) και αυτοφύεται σε δάση του ορεινού υψόμετρου όλης της Ελλάδας· προτιμάει τα ασβεστούχα εδάφη. Τα… …   Dictionary of Greek

  • οστρύα — (οστρύα η καρπινόφυλλος). Φυτό της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Μέτριο δέντρο, που μοιάζει με τον γαύρο (κάρπινος ο βετουλοειδής) και αυτοφύεται σε δάση του ορεινού υψόμετρου όλης της Ελλάδας· προτιμάει τα ασβεστούχα εδάφη. Τα… …   Dictionary of Greek

  • σουλτανίνα — Ποικιλία αμπελιού (οικογένεια Αμπελίδες, δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται για την παραγωγή εκλεκτής ποιότητας επιτραπέζιων σταφυλιών και ξερών σταφίδων. Καλλιεργείται στην Τουρκία, Περσία, Αμερική (Καλιφόρνια), Αυστραλία και στην Ελλάδα, με… …   Dictionary of Greek

  • φαλαρόπους — (phalaropus). Γένος πουλιών της οικογένειας των φαλαροποδιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων. Περιλαμβάνει πουλιά μέτριου μεγέθους με ίσιο και μακρύ ράμφος, μακριές και μυτερές φτερούγες, στρογγυλή ουρά και πόδια μέτριου ύψους. Το τρίχωμά τους,… …   Dictionary of Greek

  • безмѣрьныи — (46) пр. 1.Неизмеримый, огромный: въ дворьци прѣчюдьнѣ... бѩше свѣтъ безмѣрьныи чисть. и цвѣтове мънози различьни. Изб 1076, 269 об.; ˫ако в пучину безмѣрну славы б҃жь˫а принекне(м). ГБ XIV, 6в; оустрои. безмѣрную ту бездьну. Пал 1406, 4а; къ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια …   Dictionary of Greek

  • άλοφος — (alophus). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιανιδών. Πρόκειται για μικρό σκαθάρι (κάνθαρος), μεγέθους 0,5 έως 1 εκ., γκριζωπού χρώματος, χωρίς φτερά. Το ρύγχος του είναι μακρύτερο από το κεφάλι, λίγο καμπυλωμένο και με αυλάκι …   Dictionary of Greek

  • αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλανοφόρο — Πολεμικό πλοίο του οποίου οι εγκαταστάσεις επιτρέπουν την απογείωση, την προσγείωση, τον ανεφοδιασμό και τη μεταφορά αεροπλάνων, τα οποία απαλλάσσονται έτσι από τους περιορισμούς δράσης στους οποίους υπόκειται η αυτονομία τους. Πριν από τον Α’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”